- πανδόκευσις
- παν-δόκευσις, εως, ἡ,A = πανδοκεία, Pl. Lg.842d (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανδόκευσις — ἡ, Α [πανδοκεύω] το έργο τού ξενοδόχου, η πανδοκεία* … Dictionary of Greek
πανδοκεύσεων — πανδοκεύσεω̆ν , πανδόκευσις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)